- συμπλήρωσιν
- συμπλήρωσιςcompletionfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπληρῶσιν — συμπληρόω help to fill pres subj mp 2nd sg (epic) συμπληρόω help to fill pres subj act 3rd pl συμπληρόω help to fill pres subj act 3rd sg (epic) συμπληρόω help to fill pres subj mp 2nd sg (epic) συμπληρόω help to fill pres subj act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπλήρωσιν — συμπλήρωσιν , συμπλήρωσις completion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπλήρωση — η / συμπλήρωσις, ώσεως ΝΜΑ [συμπληρῶ, ώνω] η ολοκλήρωση, η περάτωση (α. «η συμπλήρωση τού έργου του» β. «η συμπλήρωση τών νέων οικονομικών μέτρων» γ. «ὁ Πατήρ... οὐδὲν εἰς συμπλήρωσιν τῆς ἑαυτοῡ θεότητος παρὰ τοῡ υἱοῡ λαμβάνων», Ευσ. δ. «τὴν… … Dictionary of Greek
επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek